O TYPOS SHMERA SE MIA HMERIDA STO IDRHMA STAYROS NIARXOS

0
Τετάρτη 27 Σεπτεμβρίου 2023, στις 7:00μ.μ.
Πού
iMEdD International Journalism Forum
Πειραιώς 260, Αθήνα
Dialoguers
Laurie OuelletteDarren LillekerTimothy Shaffer

Τηλεθεατές ή πολίτες;

«Ο Τύπος είναι το καλύτερο εργαλείο για τον φωτισμό του νου του ανθρώπου και για την βελτίωσή του ως ελλόγου, ηθικού και κοινωνικού όντος».[1] – Thomas Jefferson

Η αλληλεπίδραση μεταξύ του ανθρώπου και των διαφόρων μέσων επικοινωνίας είναι πολύπλοκη και διαρκώς εξελισσόμενη, εγείροντας ερωτήματα σχετικά με το πραγματικό νόημα των δημοκρατικών καθηκόντων και υποχρεώσεων, καθώς και την εξέλιξη ή μη των πολιτών σε πολιτικά όντα. Στο ευρύτερο πλαίσιο της σύγχρονης κουλτούρας των μέσων ενημέρωσης, οι Διάλογοι του ΙΣΝ θα αγγίξουν αυτού του είδους τα ερωτήματα, κατά τη διάρκεια μιας ζωντανής συζήτησης με τίτλο «Θεατές ή Πολίτες;», η οποία θα πραγματοποιηθεί την Τετάρτη, 27 Σεπτεμβρίου, στην Πειραιώς 260. Στη συζήτηση θα συμμετάσχουν η Δρ Laurie Ouellette, καθηγήτρια Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και Πολιτισμικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Μινεσότα, ο Δρ Darren Lilleker, καθηγητής Πολιτικής Επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο του Bournemouth, και ο Δρ Timothy Shaffer, Πρόεδρος SNF Civil Discourse και Διευθυντής του SNF Ithaca Initiative, οι οποίοι όχι μόνο θα προσφέρουν τις πολύτιμες εισηγήσεις τους αλλά θα αλληλεπιδράσουν και με το κοινό.

Ωστόσο, προτού συζητήσουμε τα θεμέλια της διασταύρωσης ανάμεσα στα μέσα ενημέρωσης και στην ιδιότητα του πολίτη, ας κάνουμε πρώτα ένα βήμα πίσω. Καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα, μεταξύ των άλλων μέσων επικοινωνίας, οι ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές ελέγχονταν από κυβερνητικούς κανονισμούς προκειμένου να προωθούν ενημερωτικό περιεχόμενο. Υπό το ίδιο πρίσμα, η δημοσιογραφία θεωρήθηκε δημόσιο αγαθό, ένα πεδίο όπου οι τηλεθεατές μετατρέπονται σε πολίτες και λαμβάνουν πολιτικές αποφάσεις.[2] Ωστόσο, συμφωνα με τον Δρ. Timothy Shaffer, σε μια συνέντευξη με τους Διαλόγους του ΙΣΝ, “[στο] Αθηναϊκό δημοκρατικό μοντέλο, όλοι όφειλαν… να είναι παρόντες στην Αγορά… όλοι όφειλαν… να είναι ενημερωμένοι πολίτες που θα μπορούσαν να πάρουν αποφάσεις για λογαριασμό άλλων. Εδώ που βρισκόμαστε τώρα και έχουμε εδώ και πολύ καιρό…οι περισσότεροι από εμάς δεν το σκεφτόμαστε αυτό. Άρα, είμαστε εξ ορισμού θεατές».

Πράγματι, τη δεκαετία του 1980 άλλαξε εντελώς το τοπίο των μέσων ενημέρωσης. Αν και η οικονομική φιλελευθεροποίηση και η άρση των κανονισμών κατέρριψαν τα ραδιοτηλεοπτικά μονοπώλια και επέτρεψαν την εμφάνιση δικτύων πολλών καναλιών (MCN – multi-channel networks), αυτό είχε το τίμημά του. Οι αίθουσες σύνταξης μετατράπηκαν σε εμπορικούς κόμβους, αποτιμώντας πάνω απ’ όλα το κέρδος. Κατά ειρωνικό τρόπο, η μανία για κέρδος ανέστησε τα παλιά ραδιοτηλεοπτικά μονοπώλια με τη μορφή των εταιρικών κολοσσών που όλοι γνωρίζουμε σήμερα. Το 2022, οι μεγαλύτεροι αμερικανικοί όμιλοι μέσων μαζικής ενημέρωσης, συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, της Comcast, της Disney και της Paramount Global, ήλεγχαν περισσότερο από το 90% των αμερικανικών μέσων ενημέρωσης.[3]

Σε κάθε περίπτωση, η διατήρηση της κερδοφορίας συνεπάγεται ορισμένους περιορισμούς, προωθώντας αποκλειστικά περιεχόμενο που είναι ελκυστικό και δημοφιλές. Άλλωστε, τι είναι καλύτερο από τις προωθητικές ενέργειες μάρκετινγκ που θα κάνουν τη νοικοκυρά ευτυχισμένη, τα κουτσομπολιά των διασημοτήτων ή τις αθλητικές ειδήσεις; Η πληροφόρηση μετατρέπεται τότε σε «infotainment» (όρος που προκύπτει από τη σύνθεση των λέξεων information και entertainment) και η παραδοσιακή δημοσιογραφία γίνεται «σκανδαλοθηρική»[4]. Σύμφωνα με τον Δρ Darren Lilleker, σε συνέντευξη που παραχώρησε στους Διαλόγους του ΙΣΝ:

Δεν υπάρχει πλέον ο σαφής διαχωρισμός μεταξύ του τι είναι ειδήσεις και τι ψυχαγωγία. Την εποχή των ταμπλόιντ, των εφημερίδων και της τηλεόρασης… υπήρχε ένας σαφής διαχωρισμός στο μυαλό των ανθρώπων. Αλλά τώρα όλα αυτά έχουν γίνει ένα συγκεχυμένο χάος…

<p><strong>Δρ Darren</strong><strong> Lilleker</strong><strong>,</strong> Καθηγητής Πολιτικής Επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο του Bournemouth</p>

Δρ Darren Lilleker, Καθηγητής Πολιτικής Επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο του Bournemouth

Και παρόλο που η πολιτική δεν έχει εξαφανιστεί τελείως από την εικόνα, έχει μετατραπεί σε ριάλιτι – σε έναν «αγώνα δρόμου» διενέξεων, συγκρούσεων και αφηγήσεων πολιτικής στρατηγικής. Σύμφωνα με τον Δρ Lilleker, «τα μέσα μαζικής ενημέρωσης εφαρμόζουν σαφή στρατηγική ως προς τον εντοπισμό των τάσεων της κοινής γνώμης και των αντιλήψεων των ανθρώπων, τις εκμεταλλεύονται και στη συνέχεια τους δίνουν φωνή. Και φυσικά, τα θέματα παρουσιάζονται όσο το δυνατόν πιο αμφιλεγόμενα… Ο τίτλος ενός άρθρου ή άλλου περιεχομένου θα πρέπει να είναι μια πραγματικά σύντομη, αιχμηρή και αμφιλεγόμενη δήλωση, ώστε ο κόσμος να κάνει κλικ και να δει τις διαφημίσεις και όλα τα υπόλοιπα». Ωστόσο, αυτή η στρατηγική όχι μόνο περιορίζει την ικανότητα των ακροατηρίων να σχηματίζουν ορθή κριτική, αλλά συχνά κάνει τους ανθρώπους να είναι κυνικοί και αδιάφοροι απέναντι στις πολιτικές διαδικασίες γενικότερα.[5] Αυτός ο κυνισμός, γνωστός και ως «media malaise» (δυσφορία απέναντι στα μέσα μαζικής ενημέρωσης), αναφέρεται στο αίσθημα απέχθειας προς τις πολιτικές ειδήσεις, στην τάση για δυσπιστία προς την κυβέρνηση και στην περιορισμένη επιθυμία για συμμετοχή στα κοινά.[6]

Σε μια μελέτη του 2017-2018 στο Ηνωμένο Βασίλειο, στην οποία συμμετείχαν 43 «news avoiders» (άτομα που αποφεύγουν τις ειδήσεις), πολλοί αποκάλεσαν τις ειδήσεις «καταστροφολογία και μαυρίλα» (doom and gloom) – κάτι που προάγει το άγχος και την αβεβαιότητα. Ορισμένοι μάλιστα χαρακτήρισαν τις ειδήσεις ως ανούσιες, λέγοντας ότι οι ίδιοι δεν είχαν την απαραίτητη ικανότητα αυτενέργειας ώστε να δράσουν με βάση τα όσα αναφέρονταν.[7] Από τη μία πλευρά, ο Δρ Lilleker υποστήριξε ότι είναι αυτή ακριβώς η «καταστροφολογία και η μαυρίλα» που προσελκύει το κοινό: «“Ένας φόνος την ημέρα” ­– το πιο φρικιαστικό πράγμα στην πρώτη σελίδα και… λαϊκίστικες διχογνωμίες [για] μετανάστες που διαπράττουν εγκλήματα… είναι τα πράγματα που ο κόσμος θα διαβάσει… αυτά γίνονται είδηση και ο κόσμος τα αναζητά… Αυτό είναι απλώς μέρος της ανταγωνιστικής φύσης των μέσων ενημέρωσης».

Ωστόσο, από την άλλη πλευρά, και με βάση ένα πιο ολιστικό και παγκόσμιο πλαίσιο, οι άνθρωποι είναι πιο πιθανό να αποφύγουν τις ειδήσεις παρά να προσελκυστούν από αυτές, επειδή αισθάνονται ανίσχυροι όταν βρίσκονται αντιμέτωποι με αυτές. Στην πραγματικότητα, από το 2017, η αποφυγή των ειδήσεων έχει διπλασιαστεί. Μια έρευνα του Reuters το 2023, στην οποία συμμετείχαν 303 ψηφιακοί ηγέτες σε 53 χώρες, έδειξε ότι αυτό το αίσθημα απώλειας αυτενέργειας οδήγησε σε ένα εντυπωσιακό ποσοστό 58% στατικότητας ή μείωσης της επισκεψιμότητας σε διαδικτυακούς ειδησεογραφικούς ιστότοπους.[8] Όπως υποστήριξε η Δρ Laurie Ouellette, κατά τη διάρκεια συνέντευξης που διεξήχθη στο πλαίσιο των Διαλόγων των ΙΣΝ, αυτό μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι «[τα μέσα ενημέρωσης] δημιουργούν μια ψευδαίσθηση του ιδανικού της φιλελεύθερης δημοκρατίας… Δεν είναι τόσο ότι οι άνθρωποι… δεν ενδιαφέρονται. Το πρόβλημα είναι [ότι]… αποκλείεται κάθε είδους ουσιαστική συμμετοχή και κάθε είδους ουσιαστική δημοκρατική διαδικασία».

Είναι, λοιπόν, άραγε άδικο να υποθέσουμε ότι το πώς αισθανόμαστε για τις ειδήσεις καθορίζει την εμπλοκή μας στην πολιτική και στην αστική ζωή; Καθόλου. Με τις ειδήσεις να προβάλλουν διαρκώς την αναταραχή και το αφήγημα του μίσους, ο σύγχρονος θεατής μετατρέπεται, από πολίτης που ενεργεί με βάση τις ειδήσεις, σε καταναλωτή ειδήσεων και τελικά σε άτομο που αποφεύγει τις ειδήσεις, εγείροντας ερωτήματα για το αν εν τέλει ζούμε σε μια «δημοκρατία χωρίς πολίτες».[9]

Πολιτικοί επιστήμονες και άλλοι μελετητές έχουν φτάσει στο σημείο να υποστηρίζουν ότι δεν είμαστε πλέον πολίτες, αλλά μάλλον «τηλε-πολίτες», κάτι που έχει πλέον περιέλθει στη σφαίρα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και της διαδικτυακής παρουσίας. Ο «τηλε-πολίτης» και οι σύγχρονοι ομόλογοί του θέλουν απλώς να εκφράσουν τις ατομικές τους απόψεις για τα τρέχοντα ζητήματα με σκοπό τη βραχυπρόθεσμη ικανοποίηση ή την επίδειξη αρετής, χωρίς να θέλουν πραγματικά να συμμετάσχουν στη δημόσια ζωή. Δεν είναι να απορεί κανείς γιατί μια αναδημοσίευση στο Instagram ή μια διαδικτυακή συκοφαντία της κυβέρνησης έχουν αντικαταστήσει σχεδόν πλήρως την δια ζώσης παρουσία σε μια δημόσια συνάντηση, τη συμμετοχή σε μια διαμαρτυρία ή την επικοινωνία με κάποιον άλλο, πέραν των τρολ στο Twitter. Το χειρότερο είναι ότι ο «τηλε-πολίτης» ακολουθεί μία εξατομικευμένη πολιτική. Οι αποφάσεις δεν λαμβάνονται πλέον με βάση τις πολιτικές ατζέντες, αλλά περισσότερο με βάση την προσωπικότητα αυτών που βρίσκονται πίσω από τις ατζέντες αυτές.[10] Όπως ο πολίτης μετατρέπεται σε «τηλε-πολίτη», έτσι και οι δημοκρατίες μετατρέπονται σε «τηλε-δημοκρατίες» ή σε διαδικτυακές δημοκρατίες, όπου η προσωπικότητα και η εμπορικότητα ενός πολιτικού στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν μεγαλύτερη αξία, και οι ιδιότητες του ορθολογισμού και της συλλογικότητας αντικαθίστανται από τον εγωισμό και τον ναρκισσισμό.

Ωστόσο, υπάρχει και μια άλλη πλευρά σε αυτό το νόμισμα ΜΜΕ-πολιτών που μπορεί να μας δώσει ελπίδα. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης μπορούν ακόμη να ενδυναμώσουν τους πολίτες σε ορισμένες περιπτώσεις. Η «ελαφριά ψυχαγωγία» (όπως π.χ. τα talk shows) έχει φέρει στην επιφάνεια ιδιωτικές ιστορίες σεξουαλικών επιθέσεων, φτώχειας, ψυχικών ασθενειών και διακρίσεων, δημιουργώντας μια προσιτή, οργανική ευκαιρία για ανοιχτό διάλογο. Ακόμα και ο κυνισμός λέγεται ότι δημιουργεί παθιασμένους «κριτικούς πολίτες» αντί να τους «απενεργοποιεί» εντελώς.[11] Υπό αυτή την έννοια, το χάσμα μεταξύ «πολίτη» και «καταναλωτή» γεφυρώνεται, γεννώντας τον «καταναλωτή πολίτη», ένα άτομο που μπορεί να εξακολουθεί να ασκεί τα πολιτικά του δικαιώματα και καθήκοντα ενώ ταυτόχρονα ζει σε μια καταναλωτική οικονομία.[12] Συγκεκριμένα, η Δρ Laurie Ouellete έκανε μια ενδιαφέρουσα παρατήρηση σχετικά με την εμπλοκή των τηλεθεατών στα ριάλιτι και τη συνακόλουθη αίσθηση ενδυνάμωσης: «Η ιδέα της συχνής συμμετοχής μέσω τεχνικών που προέρχονται άμεσα από την πολιτική σφαίρα της ψηφοφορίας είναι… κάτι στο οποίο οι άνθρωποι επενδύουν πάρα πολύ… Οι άνθρωποι που μπορεί ειδάλλως να αισθάνονται αποδυναμωμένοι μπορεί να… έλκονται από αυτές τις τεχνικές ως ένας τρόπος να πουν: “Έχω σημασία” [ή] “Έχω φωνή”».

Το ερώτημα, ωστόσο, παραμένει: αν τα μέσα ενημέρωσης – τα οποία είναι προσανατολισμένα στις συγκρούσεις, στην διαφήμιση ή στα ριάλιτι ­– προωθούν ένα είδος συμμετοχής του κοινού, είναι αυτό το είδος συμμετοχής που χρειαζόμαστε προκειμένου να διατηρήσουμε τις δημοκρατίες μας; Και αν ναι, τι είδους δημοκρατίες έχουμε μπροστά μας;

Σε κάθε περίπτωση, για να μπορούν τα μέσα ενημέρωσης να ενημερώνουν το κοινό[13], πρέπει πρωτίστως να υπάρχει κοινό, και όταν οι πολίτες παραλείπονται από το «κοινωνικό συμβόλαιο» ανάμεσα στα μέσα ενημέρωσης και στο κράτος, η συζήτηση για το τι μπορεί και τι πρέπει να είναι η δημοσιογραφία και τα μέσα ενημέρωσης καθίσταται αδύνατη. Οι πολίτες θα πρέπει να γίνουν ενεργοί συμμετέχοντες και αξιολογητές.[14] Έχει ήδη σημειωθεί πρόοδος σε αυτό το μέτωπο, μέσα από την άνοδο της δημοσιογραφίας των πολιτών, μιας συμμετοχικής συνεργατικής πρακτικής με την οποία τα μέλη του κοινού μπορούν να συλλέγουν, να αναλύουν και να διαδίδουν πληροφορίες χωρίς απαραίτητα να είναι επαγγελματίες δημοσιογράφοι.[15]Ωστόσο, η δημοσιογραφία των πολιτών και η διφορούμενη αξιοπιστία των ειδησεογραφικών πηγών μπορεί να είναι ηθικά αμφισβητήσιμες

Η κρίση της δημοσιογραφίας σε μια καταναλωτική κουλτούρα με γνώμονα την αγορά είναι αρκετά ξεκάθαρη στους περισσότερους από εμάς. [Με] την ιδιότητα του πολίτη να γίνεται μια μορφή κατανάλωσης… η συμμετοχή και η διαδραστικότητα, η άνοδος των blogs και του Twitter και, η ιδέα ότι ο καθένας μπορεί να γίνει δημοσιογράφος… εγείρουν ερωτήματα σχετικά με τον επαγγελματισμό, την κατάρτιση, τα κίνητρα… και τις ψευδείς ειδήσεις.

<p><strong>Δρ Laurie</strong><strong> Ouellette</strong><strong>,</strong> Καθηγήτρια Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και Πολιτισμικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Μινεσότα</p>

Δρ Laurie Ouellette, Καθηγήτρια Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και Πολιτισμικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Μινεσότα

Καθίσταται προφανές ότι είναι αναγκαίες άλλες συμμετοχικές διέξοδοι. Σύμφωνα με την ίδια έρευνα που διεξήχθη από Reuters το 2023 και η οποία αναφέρθηκε παραπάνω, ανάμεσα σε 211 ερωτηθέντες, το 64% εξέφρασε την ανάγκη για «αργή δημοσιογραφία» και το 73% επεσήμανε τη σημασία της «εποικοδομητικής δημοσιογραφίας», η οποία στοχεύει στον κοινωνικό μετασχηματισμό της δημοσιογραφίας σε προωθητή θετικών δημόσιων συζητήσεων.[16]Ο Δρ. Timothy Shaffer επίσης εξέφρασε την ανάγκη για αλλαγή:

Οι άνθρωποι που εργάζονται στα μέσα μαζικής ενημέρωσης… [πρέπει να] θεωρούν τους εαυτούς τους πολίτες, εξυπηρετώντας…τόσο τα οικονομικά συμφέροντα που τους επιτρέπουν να κάνουν τη δουλειά τους…αλλά και αναγνωρίζοντας ότι η πληροφόρηση είναι απαραίτητη για τη δημοκρατική ζωή. Πρέπει να είμαστε ενημερωμένοι και αφοσιωμένοι πολίτες. Και για να είναι δυνατό αυτό, χρειαζόμαστε ανθρώπους που μπορούν πραγματικά να επίτελεσουν το σημαντικό έργο της έρευνας…άνθρωπους που αντικατοπτρίζουν τις ανησυχίες μεμονωμένων ατόμων και ολόκληρων κοινοτήτων.

<p><strong>Δρ. Timothy</strong><strong> Shaffer</strong><strong>,</strong> Πρόεδρος SNF Civil Discourse και Διευθυντής του SNF Ithaca Initiative</p>

Δρ. Timothy Shaffer, Πρόεδρος SNF Civil Discourse και Διευθυντής του SNF Ithaca Initiative

Είτε επιδιώκουμε μια ταυτότητα αυστηρά του «πολίτη» ή ένα υβρίδιο «πολίτη-καταναλωτή», είτε στοχεύουμε στην αποκατάσταση των παραδοσιακών δημοκρατιών ή στην οικοδόμηση νέων, θα πρέπει να θέσουμε ως προτεραιότητα την αξιολόγηση της τρέχουσας κατάστασης των μέσων μαζικής ενημέρωσης, καθώς και την πιθανή ανάγκη για μεταρρύθμιση. Μπορεί ένα επανασχεδιασμένο τοπίο των μέσων ενημέρωσης, απαλλαγμένο από συμφέροντα και προκατειλημμένες αφηγήσεις, να δημιουργήσει έναν ενεργό πολίτη ικανό να διαμορφώσει το συλλογικό του μέλλον;

Η επόμενη συζήτηση των Διαλόγων του ΙΣΝ θα ασχοληθεί με αυτά τα ερωτήματα, καθώς δεν αφορούν μόνο τη δημοσιογραφία και τα μέσα ενημέρωσης, αλλά κυρίως το ρόλο των πολιτών ως πολιτικών και κοινωνικών όντων.