Θερμά λουτρά Πολιχνίτου
Υποστηρίζοντας τον αγώνα του Δήμου Δυτικής Λέσβου να επαναλειτουργήσουν τα θερμά λουτρά Πολιχνίτου, τα δικαιώματα των οποίων χάθηκαν από τον «καλλικρατικό» Δήμο Λέσβου το 2018, αναδημοσιεύω το ομότιτλο κείμενο του βιβλίου μου: «Αναζητώντας την Ερατώ», εκδόσεις «Δωδώνη», Αθήνα 1996:
«Καλά βρε Ξ’τέμ, δε μ’ είπις π’ θα πεις τ’ Καρέκου να μ’ αφήσ’ να πάγου στα μπάνια; Τι πα να πει τ’ είπις αλλά δεν τ’ είπις να μ’ πει; Εμ γι’ αυτό σ’ ήθελα! Τόσις μέρες τώρα του κουβεντιάζουμι. Τάζου σι ‘σένα τσι σι προυσνώ κι οι άλλες ούλες μι τσ’ αγιοί, τα καταφέραν. Ακσι μι να σ’ πω: Κοίταξι καημένε μ’ να πάγου, γιατί αλλιώς μ’σουφέγγαρα θα γεμίσου τ’ν κάμαρα!».
Ιούλιος 1953 στην Καλλονή κι ήταν συναρπαστικό όταν είδα κι άκουσα την κυρα-Ευρυδίκη, τη γιαγιά μου, ένα απόγευμα να προσεύχεται στο εικόνισμα της κρεβατοκάμαράς της, στον Χριστό, για τα πολυπόθητα θερμά λουτρά Πολιχνίτου. Τα ‘χε ανάγκη για τους ρευματισμούς, αλλά και για ξεκούραση-φυγή απ’ τα χωράφια, απ’ τη σπιτική λάτρα κι απ’ το κουμάντο που ‘χε όλο τον χρόνο για όλους και για όλα. Μ’ ανακάλυψε να κρυφακούω και δεν πρόλαβα επτάχρονος πιτσιρικάς να κατέβω την ξύλινη σκάλα. Είχε οργιστεί από την ανίερη παρεμβολή μου και γλύκανε όταν ξεστόμισα: -Θα πω εγώ στον παππού να πάμε, μ’ αγαπά ξέρεις.
Φύγαμε την επαύριο για τα δεκαπενθήμερα μπάνια. Εφτά το πρωί ανάμεσα σε σαράντα γυναίκες στην καρότσα με τους πρόσθετους πάγκους του φορτηγού του Λινάρδου, που οδηγούσε του Κουστέλ’ του Μουτσουλέλ’. Τραγούδια, αφλογιές, ανέκδοτα, ιστορίες, γυναικεία χαχανητά, πειράγματα με παρέσυραν σ’ άλλους κόσμους μέχρι το μεσημέρι που φτάσαμε στις θερμές ιαματικές πηγές. Την άλλη μέρα, πάλι μ’ ανακάλυψε, αυτή τη φορά να κρυφοκοιτώ το μπάνιο τους. Αντί οργής, εισέπραξα το γλυκό της κάλεσμα: -Ελα μέσα βρε…
Οι σαράντα γυμνές γυναίκες στο θολωτό λουτρό με τις άχνες του τρεχούμενου καυτού νερού, χαλαρωμένες, αλειμμένες μ’ ανατολίτικα μυρωδικά κι απελευθερωμένες εκεί μέσα απ’ τα εγκόσμια βάσανά τους, με είδαν σαν παιγνίδι. Κοκκίνισα, κουλουριάστηκα, κρύβοντας τη δική μου γύμνια κι ένιωθα περίεργα καταπώς με πετούσε η μία στην άλλη, απ’ αγκαλιά σ’ αγκαλιά. Δεν καταλάβαινα τι εννοούσαν μ’ αυτά που ‘λεγαν και ξεκαρδιζόντουσαν. Στην τρίτη στροφή, ο ρυθμός του παιγνιδιού που ‘γινε αργός μ’ έκανε να αναθαρρήσω και να εισπράττω καλοδεχούμενα τα χάδια τους. Πρώτος μου ανεπανάληπτος, αξέχαστος ερωτικός ερεθισμός!
-Μουροί ‘σεις αγγρισμένες, αφήστι του μουρό. Διέταξε-διέκοψε ταραγμένη η κυρα-Ευρυδίκη. Μ’ έντυσε στα γρήγορα και βγαίνοντας έξω, μου είπε: -Ακσι μι, μιγάλουσις. Απ’ αύριο θα παγαίν’ς για μπάνια στ’ θάλασσα…
*συγγραφέας